προσοίγνυμι

προσοίγνυμι
Α
ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + οἴγνυμι «ανοίγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”